- σηψιγόνος
- -α, -οαυτός που προκαλεί σήψη: Σε συνθήκες υψηλής ή χαμηλής θερμοκρασίας τα σηψιγόνα μικρόβια δεν μπορούν να δράσουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σηψιγόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που προκαλεί σηψαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήψη / σῆψις + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek